ὄξυντρα

ὄξυντρα
ὄξυν-τρα, τά,
A payment for sharpening tools,

σιδήρου IG22.1672.121

; τῶν Βακχίου σιδηρίων Παρμένοντι ὄξυντρα ib.11(2).203 A 58 (Delos, iii B. C.), cf. Supp.Epigr.4.447.42,453.49,59 (Didyma, ii B. C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • όξυντρα — ὄξυντρα, τὰ (Α) αμοιβή που παρέχεται για το ακόνισμα εργαλείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύνω + επίθημα τρα που απαντά συχνά σε λ. οι οποίες δηλώνουν πληρωμή ή αμοιβή (πρβλ. κόμισ τρα, λύ τρα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”